15 Μαρτίου 2014

Από την πόλη έρχομαι..

Για τη χρονικότητα της πόλης, γράφει ο Γιάννης Γρηγοράκης στον Διαβήτη του Πλάτωνα. Τότε στο Γκέτινγκεν, όταν η πόλη σειόταν από τις κοινωνικές αναταραχές οι γηγενείς έκλειναν τα παράθυρα, τα μάτια και το νου τους, μποστά στις συγκρούσεις των κομμουνιστών με τους ναζί, μπροστά στις αναταράξεις που έφερνε το ποτάμι του συμπιεσμένου ιστορικού χρόνου που έπρεπε να ξεσπάσει, να ξεχειλίσει τα νερά του. Και όμως οι κάτοικοι του Γκέτινγκεν αρνούνταν να συμμετάσχουν σε αυτά τα γεγονότα που θα μετασχημάτιζαν τη κοινωνία. Και αυτό διότι στην πόλη μέσα από τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική τους κυριάρχησε και η μεσαιωνική δυσκαμψία. Η αρχιτεκτονική της επέβαλλε τους μεσαιωνικούς ρυθμούς της. Όλη την ακινησία, την απάθεια, τη μη συμμετοχή. Και οι κάτοικοι είχαν προσαρμοστεί σε αυτήν.

Λέτε, ο τρόπος που χτίστηκε μια πόλη να μπορεί να επιβάλλει πράγματι ασυναίσθητα τους ρυθμούς της στους κατοίκους; Και οι δικές μας πόλεις; Νεόδμητες, ανανεωμένες, ακαλαίσθητες, με αυτά τα βαριά τσιμεντένια μεγαθήρια, γεμάτα συνθήματα και αφίσες, ποιους ρυθμούς μας επιβάλλουν; Μα ας αρχίσουμε με ένα ερώτημα πιο ευρύ.

Τι είναι οι πόλεις;

«Κάτι κεριά που τρεμοπαίζουν» λένε αυτοί που μας κοιτούν από το φεγγάρι.

«Παράταιρα, απάνθρωπα, άσχημα νησιά αγρίων» λογίζονται τα ζώα.

Σημεία που δίνουν νόημα στους χάρτες.

Επεξεργασμένα υλικά, που κατασκευάσαμε για να στεγάσουμε τα όνειρα και τα λάθη μας. Την αγάπη και τη θλίψη μας. Χώροι συλλογικών ονείρων και συλλογικών λαθών. Συλλογικών αναμνήσεων και παθών. Μεγαλείων και παρακμής. Λιμών και πλούτου, δολοφονιών και αγάπης. Φτιαγμένες από αίμα και σοκολάτα. Αποτελέσματα αποφάσεων διόλου τυχαίων. Αιτίες κατευθύνσεων διόλου ευοίωνων. Σημάδια του ασταθούς μας χαρακτήρα.

Τι είναι οι πόλεις;

Οι δρόμοι που όλα τα πόδια πατούν. Οι μνήμες που όλοι μπορούν να ανακαλέσουν. Και διάσπαρτα, οι ιδιοκτησίες μας. Αυτές οι φυλακές, ακουμπισμένες η μια πάνω στην άλλη. Τα κελιά που τόσο κοπιάσαμε να αποκτήσουμε, για τις στιγμές της απομόνωσης μας. Μα αν σκαρφαλώσεις στη κορφή, στις ακροπόλεις, και κοιτάξεις από ψηλά τις μυρμηγκοφωλιές μας, τότε θα καταλάβεις. Οι πόλεις μας είμαστε εμείς.

Θόρυβοι, κόρνες και αναστεναγμοί σου ψιθυρίζουν μυστικά και σου αποκαλύπτουν πράγματα για τον εαυτό σου που δεν γνωρίζεις. Οι πόλεις μέσα απ΄ τους ψίθυρους αυτούς, ασυνείδητα μας αποκαλύπτουν το νόημα που δίνουμε στη ζωή μας. Μας εξαναγκάζουν να παραδεχτούμε πως πέρα από δημιουργοί τους, είμαστε και τα προϊόντα τους. Μες το τσιμέντο γεννιόμαστε, εκεί θα ζήσουμε, και θα πεθάνουμε εκεί, προσπαθώντας στη διάρκεια των φυλακισμένων μας ζωών, οι αδικημένοι να επιβιώσουμε και οι άδικοι και ματαιόδοξοι, να αφήσουμε τα χνάρια μας.

Σήμερα σκαρφάλωσα σε μια ακρόπολη και κάθισα να αφουγκραστώ ψιθύρους. Δίχως δάφνες και εκστάσεις. Αχ…

Αν οι πόλεις είναι πράγματι αποδείξεις του πολιτισμού μας, είμαστε βάρβαροι. Αν η αρχιτεκτονική των πόλεών μας είναι αλήθεια, εκτός από αποτέλεσμα και αιτία κοινωνικών εξελίξεων, το μέλλον μας φαντάζει δυσοίωνο.

Κοιτώ από ψηλά τη Θεσσαλονίκη και μου έρχεται να φτιάξω μια μηχανή που θα με πάει πίσω στο 60’ με μόνο στόχο να μπω εμπόδιο σθεναρό ανάμεσα στον κόσμο και τις αντιπαροχές του. Ένα μέτρο που σήμερα στηλιτεύεται ως καταστροφικό μα τη δεκαετία του 60’ αποθεωνόταν ως σωτήριο από τους ανθρώπους που βρήκαν μια στέγη, να στοιβάξουν τις αμαρτίες τους. Η καταστροφή του παλαιού στον βωμό της επιβίωσης.

Και έτσι γεμίσαμε «νοικοκυραίους». «Νοικοκυραίους» βέβαια.

Δεν έχετε δει αυτές τις πανέμορφες κλασσικές ταινίες, όπου ταλαίπωροι άνδρες, σύμβολα του ξεπερασμένου, υφίσταντο τις απίστευτες πιέσεις των εκσυγχρονισμένων γυναικών τους, για να εγκαταλείψουν τα ετοιμόρροπα πατρικά παραδοσιακά οικίσματα; Ήταν χαρακτηριστικό αναβάθμισης του κοινωνικού στάτους η μετακίνηση στα ρετιρέ και τα διαμερίσματα. «Θα σε κάνω βασίλισσα», υποσχόταν ο ξεκαρδιστικός Βέγγος στην σύζυγο, που μαράζωνε παραμένοντας στο παλιό αχούρι, ασκώντας τις πιέσεις της για τη μεταφορά στο πολυπόθητο διαμέρισμα. Το ίδιο και στην ταινία «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα», με τον καταπιεστικό Αντωνάκη να παίρνει τελικά το καπελάκι του και να φεύγει, μετά την επανάσταση της Ελενίτσας.

Καθώς η ασυδοσία, η κερδοσκοπία και ο ατομισμός φάνηκαν στο τρόπο δόμησης των πόλεων, τα τσιμεντένια τέρατα κατέκλυσαν τις πόλεις, απαίσια μπαλκόνια διείσδυσαν στον δημόσιο χώρο, τεράστια, άσχημα κτήρια ανεγέρθηκαν καταστρέφοντας τη ρυμοτομία, την αρμονικότητα και το στυλ. Η ιστορικότητα της πόλης υπέστη μια ανεπανόρθωτη φθορά και αυτή που δημιουργήθηκε μας έκανε να χάσουμε την επαφή μας με το γλυκό, αμαρτωλό μας παρελθόν. Kαι όσα κτήρια έμειναν να μας το θυμίζουν, χάνονται σιγά σιγά εξαιτίας μιας εγκληματικής αμερημνησιάς.

Μα το 75 % του ελληνικού πληθυσμού κατάφερε επιτέλους να έχει το δικό του σπίτι. Δικό του… τρόπος του λέγειν. Άντε να το πεις αυτό σε όσους πληρώνουν τα χαράτσια.

Η Ελλάδα πια σημειώνει το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη. Μια φίλη αρχιτεκτόνισσα κάνει μια υπόθεση κάπως δυσάρεστη και κάπως υπερβολική. Οι Έλληνες δεν αναγκάζονται να μετακινηθούν, να ταξιδέψουν, να ανακαλύψουν, όπως οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Η μετακίνηση σημαίνει προσαρμοστικότητα, ρίσκο, δεκτικότητα στην αλλαγή. Έτσι η μονιμότητα ίσως καθιστά τους ανθρώπους φοβικούς στην αλλαγή, φοβικούς απέναντι στο ξένο. Ίσως θα μπορούσε κάποιος να πει πως η αυξημένη ξενοφοβία αποτελεί προϊόν του αυξημένου αυτοχθονισμού.Βρε λες;

Δεν είμαι σίγουρος. Ωστόσο την υπόθεση του φίλου μου του Αλέξανδρου την βρίσκω πιο λογική.

Η αρχιτεκτονική είναι μήνυμα κοινωνικής αλληλεγγύης. Κοινή παραδοχή αποτελεί το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη έχει ακόμα διατηρήσει τα κοινωνικά αντανακλαστικά της, σε σχέση με την πρωτεύουσα. Οι κάτοικοι επικοινωνούν, είναι φιλικότεροι και πιο αλληλέγγυοι. Ίσως φταίει το γεγονός της κοινωνικής ζύμωσης που προκαλείται από τη δόμηση της συμπρωτεύουσας του Βυζαντίου. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη όπου διασχίζεται από κάθετες κεντρικές αρτηρίες, και πλατείες (Αριστοτέλους, Αγίας Σοφίας, Ναβαρίνου), όπου πλούσιοι και φτωχοί, κάτοικοι των ανατολικών και των δυτικών προαστίων, συναντιούνται, πατούν τους ίδιους δρόμους, κάθονται στα ίδια παγκάκια, συμπληρώνουν τα ίδια γραμμένα στους τοίχους στιχάκια, επικοινωνούν. Η Αθήνα χωρισμένη σε γκέτο, που καταδικάζουν και περιχαρακώνουν τους κατοίκους ανάλογα με την κοινωνική τάξη της γειτονιάς τους, καθιστά τους κατοίκους της αναγνωρίσιμους μόνο από τους όμοιους γείτονές τους. Οι κεντρικές πλατείες δεν έχουν τη σημασία της Θεσσαλονίκης. Οι κάτοικοι μένουν στις γειτονιές τους και επικοινωνούν μονάχα με τους ανθρώπους τους. Οι δομές αλληλεγγύης χάνονται λόγω αποστάσεων.

Αχ αυτές οι πόλεις… Να ήμουν ο Αλέξανδρος να έχτιζα μια από την αρχή. Θα την έκανα ουτοπία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που κάθε ουτοπιστής ξεκίνησε με τον σχεδιασμό της πόλης του. Η Ουτοπία του Μουρ, η Φρηλανδία του Χέρτσκε, η Χριστιανούπολη του Αντρέε, το Ελντοράντο του Βολταίρου, όλες πόλεις της αφθονίας και της μακαριότητας, κατοικημένες από ανθρώπους που άξιζαν να ζουν σε αυτές.

Αχ να μουν ο Αλέξανδρος. Θα ανέστενα τον Γκρόπιους, θα εκλιπαρούσα τον Πικάσο. Κάποτε ο Χέοπας θυσίασε χιλιάδες για να χτίσει μια πυραμίδα, η όψη της οποίας θα έκανε τον μικρό ανθρωπάκο να συνειδητοποιεί τη μικρότητα, τη φθαρτότητά του. Κάποτε οι βασιλείς επιστράτευαν τους αυλικούς να σχεδιάσουν μεγαλόπρεπα παλάτια ώστε να καυχηθούν για τη δύναμη και τον πλούτο τους. Κάποτε ο Μουσολίνι έχτισε την φασιστική EUR. Κτήρια βγαλμένα από τις δυστοπίες του Όργουελ και του Χάξλευ. Αχ αν μου διναν τη δυνατότητα να χτίσω μια πόλη;

Αλήθεια εσύ πως θα χτιζες την πόλη σου;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου