31 Αυγούστου 2012

Το μυστικό


     Mια φορά και έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό σε ένα επιβλητικό παλάτι ζούσε μια πριγκίπισσα εκθαμβωτική. Πέρασαν τα χρόνια και ήρθε ο καιρός η όμορφη πριγκίπισσα να επιλέξει τον άνδρα που θα την συντρόφευε στη ζωή της. Η πριγκίπισσα όμως ήταν πολύ απαιτητική και δεν την ικανοποιούσε κανείς. Την επισκέφτηκαν βασιλείς και πριγκιπόπουλα, πλούσιοι έμποροι, που προσπάθησαν να την δωροδοκήσουν με στολίδια και χρυσάφια. Η πριγκίπισσα ήταν ανένδοτη. Θα έδινε την καρδιά της μόνο σε αυτόν που θα την κατακτούσε με την πρώτη ματιά.

30 Αυγούστου 2012

O Παραμυθατζής


Με παραμύθια μεγάλωσα, με ιστοριούλες γεμάτες διδάγματα. Έτσι επέλεξαν οι δικοί μου να με κάνουν να ψηλαφίσω τη ζωή πριν μπω για τα καλά στον αγώνα της.  Κάτω από δυο πελώρια πλατάνια, σε ένα τραπέζι γεμάτο φρούτα και εδέσματα με συντροφιά τα άστρα του ουρανού που άκουγαν και αυτά μαζί με μένα παραμύθια θερινής νυκτός από το στόμα δυο γερόντων που έχουν στιγματίσει τη ζωή μου. Μια ανεκτίμητη πνευματική κληρονομιά και ένα δώρο. Η ικανότητα να σχηματίζεις εικόνες μόνος σου, με τη φαντασία σου να επιστρατεύει πινέλα και μπογιές για να μετατρέψει τις λέξεις σε μαγεία.

14 Αυγούστου 2012

Όταν τα υαλοπωλεία σημειώσουν αύξηση πωλήσεων…


   Τελευταία έχει γεμίσει ο τόπος δείκτες, να κατηγορούν, να μέμφονται. «Εσύ πιο πολύ. «Όχι, εσύ πιο πολύ». «Όχι, αυτός περισσότερο». Λοιπόν ας αφήσουμε τις γεμάτες σεξουαλικά υπονοήματα μομφές και ας ξεκινήσουμε με το ερώτημα «Ποιος φταίει;». Όχι ποιος φταίει περισσότερο, αλλά απλά ποιος φταίει. Έστω και λίγο. Έστω και αν κάποιος φέρει ακόμα και ένα μικρό, απειροελάχιστο μερίδιο ευθύνης μπορεί να σηκώσει το χέρι του και ν’ απαντήσει: «Εγώ».

13 Αυγούστου 2012


Διευθυντής:
         Εσείς οι δυο που πάντα μ' έχετε 
         παρασταθεί κάθε στενόχωρη ώρα
         πέτε μου την αλήθεια τι παντέχετε
         στη Γερμανία μ' ό,τι αρχινούμε τώρα;
         Στα πλήθη ήθελα ν' άρεσα, γιατί
         και ζουν και άλλους βοηθούν να ζούνε
         Στύλοι, σανίδες έχουν μπηχτεί,
         και μια γιορτή καρτερούνε.
         Με μάτια ορθάνοιχτα έχουνε καθίσει
         και ποθούν κατιτί να τους ξαφνίσει.
         Με του λαού το πνεύμα ξέρω να φιλιώσω,
         μα έτσι ποτέ δεν ήμουν στα στενά:
         στο πιο καλό δεν έχουν μάθει αληθινά,
         μα έχουν πολλά διαβάσει ωστόσο.
         Πώς θα γενεί να είναι της ώρας όλα
         και σοβαρά, μα και ν' αρέσουν κιόλα;
         Γιατί αγαπώ το πλήθος να θωρώ
         στην παράγκα μας μέσα όταν χιμίζει,
         σε στριμωχτό στην πόρτα μας σωρό
         απανωτά σαν κύμα όταν βουίζει,
         πριν τις τέσσερες, ώρες πριν βραδιάσει,
         στο ταμείο με σπρωξιές σαν πολεμά, 
         σα σε λιμό στην πόρτα του ψωμά
         σκοτώνεται μπιλιέτο ν' αγοράσει.
         Το θαύμα αυτό σε κόσμο όποιας λογής
         ο ποιητής το κάνει. Ε φίλε μην αργείς!

Ποιητής:
        Ω, ας μην ακούω για τον πολύ σωρό
        που η έμπνευση πάει εμπρός του να μας φύγει
        και του πλήθους το κύμα ας μη θωρώ
        που άθελά μας στο ρέμα του μας πνίγει.
        τον ήσυχο ουρανό φέρε να βρω,
        που αγνή χαρά στον ποιητή ξανοίγει
        που αγάπη και φιλία βαθιά μας ξέρει
        να πλάθει, να προκόβει με θείο χέρι.

       Ω, ό,τι απο κείθε μέσα πεταχτεί,
       ό,τι δειλά το χείλι μας τραυλίζει, 
       είτε απλερό ή πλέριο, η δυνατή
       πνοή της άγριας ώρας το αφανίζει
       Συχνά, αν στα χρόνια μέσα βασταχτεί,
       την τέλεια του μορφή τότε κερδίζει.
       Ό,τι γυαλίζει για στιγμές γεννιέται:
       το γνήσιο στους κατόπι μας δε σβιέται.

Κωμικός:
      Για τους κατόπι μη μου λες, να ζήσεις!
      Γιατί αν σ' αυτούς συ θέλεις να μιλήσεις,
      τους τωρινούς ποιος τότες ευχαριστεί;
      Χρειάζονται και αυτοί τον άνθρωπό τους
      κι ένα άξιο παλικάρι ανάμεσό τους,
      φαντάζομαι πως είναι κατιτί.
      Κάτι τερπνό αν κανείς ξέρει να δώσει,
      δεν τον χολιάζουν του λαού οι θυμοί.
      Τον κύκλο του ποθεί ν' απλώσει,
      για να κλονίζει σε πλατιά γραμμή.
      Θάρρος λοιπόν και ας μην μου γενείς το ιδανικό,
      τη φαντασία και όσα αυτή σέρνει ας λύσεις:
      αίσθημα, πάθος, νου και λογικό,
      μα και την τρέλα μην τη λησμονήσεις!

Διευθυντής:
      Πρώτα όμως βάλε μπούγιο!Για να δούνε
      μαζεύονται, να βλέπουν αγαπούνε.
      Στα μάτια αν ξετυλίγονται πολλά
      ώστε ο κόσμος να χάσκει ξαφνισμένος,
      τότε πλατιά είσαι αμέσως κερδισμένος
      και κοσμοαγαπημένος στα καλά.
      Με τον όχλο το πλήθος το κερδαίνουν,
      καθένας βρίσκει κάτι μοναχός.
      Πολλά όποιος φέρνει, φέρνει κάτι καθενός,
      κι όλοι τους πια ευχαριστημένοι βγαίνουν.
      Κομματιαστό δίνε το έργο απ' την αρχή!
      Ένα τέτοιο γιαχνί σου πετυχαίνει.
      Σερβίρεται εύκολα, εύκολα όπως βγαίνει.
      Κάτι ολάκερο αν δώσεις, τι ωφελεί;
      Πάντα κομμάτια απ' το κοινό θα γένει.

Ποιητής:
      Δε νιώθετε πως τέτοια μια ατσαλιά
      ενός γνήσιου τεχνίτη δεν ταιριάζει!
      Των σκιτζήδων την πρόστυχη δουλειά
      σα να 'χετε για αρχή σας μοιάζει.

Διευθυντής:
      Μια κατάκριση τέτοια δε με πιάνει
      όποιος ζητά κάτι καλό να κάνει,
      ας διαλέξει και σύνεργο καλό.
      Σκέψου πως ξύλο έχεις να σκίσεις απαλό,
      και για ποιον γράφεις δες! Αν έχει έρθει
      ο ένας από πλήξη, οι άλλοι χορτασμένοι
      από περίσσιο έχουνε δείπνο σηκωθεί,
      και το χειρότερο: άλλοι είναι φερμένοι
      εφημερίδα ότι έχουν διαβασμένη.
      Αφαιρεμένους σε μασκαράτα,
      η περιέργειά μας τους φέρνει εδώ γραμμή,
      των στολιδιών τους κάνουν οι κυρίες παράτα
      και παίζουν μαζί δίχως πληρωμή.
      Στις ποιητικές σου τί ονειρεύεσαι κορφές;
      Γεμάτη σάλα ποια χαρά σου δίνει!
      Τους προστάτες σιμότερα για δες:
      κρύοι είναι αυτοί, χυδαίοι εκείνοι.
      Χαρτιά να παίξει ποιος ποθεί μετά απ' το δράμα,
      ποιος άσωτη νυχτιά με κόρη αντάμα.
      Ε, για τέτοιους σκοπούς τί βασανίζεις
      τις Μούσες τις καλές, φτωχέ τρελέ;
      Σου λέω, όσο μπορείς πολλά ας σκορπίζεις,
      έτσι δε χάνεις το σκοπό ποτέ.
      Τον κόσμο ζήτα να μπερδεύεις μόνο,
      να τον ευχαριστήσεις δεν μπορείς--
      Τί αισθάνεσαι; Χαρά - για πες - ή πόνο;

Ποιητής:
      Σύρε άλλο δούλο γύρεψε να βρεις!
      Το πιο υψηλό του δίκιο ο ποιητής,
      το ανθρώπινο, που του χει δώσει η φύση,
      για χατίρι σου ανόσια να πουλήσει!
      Με τι όλες τις καρδιές ταράζει;
      Με τι κάθε στοιχείο υποτάζει;
     Δεν είναι αυτό η αρμονία που χιμίζει
     απ' την καρδιά και κει τον κόσμο κλει ξανά;
     Όταν η φύση αδιάφορα τυλίζει
     στο αδράχτι την ατέλειωτη κλωνά,
     το πλήθος το άρυθμο των όντων σα βουίζει
     ανάκατα- ναι, ποιος παντοτινά
     τη σειρά τη μονότονη μοιράζει
     ρυθμό της δίνει, ως της φυσά ψυχή;
     Στο γενικό το αγίασμα ποιος το κράζει,
     κι αρμονικά εκεί το καθένα ηχεί;
     Την μπόρα ποιος σε πάθη λύει; Θλιμμένη
     ψυχή με ροδοσούρουπο φωτά;
     Την άνοιξη όλη ποιος σκορπά ανθισμένη
     στην πόρτα της αγάπης του μπροστά; 
     Ποιος πλέκει φύλλα απλά και στεφανώνει
     την καθεμιά την αρετή;
     Σμίγει θεούς, τον Όλυμπο στεριώνει;
     Του ανθρώπου η ορμή δειγμένη στον ποιητή

Κωμικός:
     Ε, το χάρισμα αυτό μεταχειρίσου
     και βάλε ίσια μπροστά την ποιητική σου,
     σα να 'τανε καμιά ερωτοδουλειά.
     Τυχαία κανείς ζυγώνει, αισθάνεται, κολλά,
     σιγά σιγά μπερδεύεται. Πληθαίνει
     η ευτυχία, κατόπι εμπόδιο βγαίνει,
     σε μάγια πλέει ώσπου ο πόνος να φανεί, 
     ανέλπιστα ρομάντσο έχει γενεί.
     Ε, ένα παρόμοιο δράμα ας φτιάξεις!
     Μεστή του ανθρώπου τη ζωή ας αδράξεις!
     όλοι το ζουν, μα δεν το ξέρουνε πολλοί,
     όπου και αν πιάσεις, κάνει εντύπωση καλή.
     Σε παρδαλές εικόνες καθαρότη λίγη,
     σε πολλή πλάνη σπίθα αλήθεια ας σμίγει,
     και το πιο ωραίο πιοτό θα ετοιμαστεί,
     που μαγεύει ολονούς και ευχαριστεί.
     Τότε το άνθος της νιότης μαζευτό
     τ' αυτιά στην αποκάλυψη τεντώνει,
     κάθε απαλό πνεύμα στο έργο σου σκυφτό,
     τη μελαγχολική τροφή μαζώνει.
     Τότε μια το 'να και μια τ' άλλο βράζει,
     καθένας τί ΄χει στην καρδιά κοιτάζει.
     Ακόμα είναι' έτοιμοι να κλαιν και να γελούνε,
     τη λάμψη χαίρονται, τιμούνε τη φωτιά.
     Αν δεν αρέσεις σ' όσους γίναν πια,
     μα όσοι γίναν χάρη σου χρωστούνε.

Ποιητής:
     Δώσε μου τότε τον καιρό
     που να γενώ και εγώ ζητούσα,
     που τα τραγούσια μου σωρό,
     αστέρευτη πηγή σκορπούσα.
     Τον κόσμο μου έκρυβε άχνα λες,
     μου τάζαν τα μπουμπούκια θάμα,
     και θέριζα στις λαγκαδιές
     μυριάδες τα λουλούδια αντάμα.
     Δεν είχα τίποτε, όμως είχα πλήθια:
     χαρά στην πλάνη, την ορμή γι' αλήθεια.
     Τη δίψα εκείνη άκρατη δώσ' μου πίσω,
     την τρίσβαθη πικρή χαρά,
     να μπορώ να μισήσω, ν' αγαπήσω,
     δώσ' μου τη νιότη μου ξανά!

Κωμικός:
     Η νιότη, φίλε, σου είναι χρειαστή
     άμα σε ζώνει ο εχτρός στη μάχη,
     άμα κοπέλα νόστιμη θα λάχει
     στο λαιμό σου με βία να κρεμαστεί,
     άμα της βαριάς νίκης το στεφάνι
     απ' το στάδιο σου νεύει μακρινά,
     άμα κατόπι από χορού τουφάνι
     η νύχτα με ξεφάντωσές περνά.
     Μα με θάρρος και χάρη ο γνωστό
     στην άρπα σας παιχνίδι ν' ακλουθάτε,
     σ' ένα σκοπό απ' τους ίδιους σας βαλτό
     χαρωπά πλανημένοι να τραβάτε,
     να από σας, γερό- αφέντες, τί ζητούμε!
     Και πιο λίγο γι' αυτό δε σας τιμούμε
     Δε μας κάνουν παιδιά τα γηρατειά,
     μας βρίσκουν μόνο αληθινά παιδιά.

Διευθυντής:
     Ε πια, αρκετά μου ρητορεύετε, 
     και καμιά πράξη δείχτε να φανεί!
     Εκεί που κοπλιμέντα εδώ τορνεύετε,
     μπορεί ωφέλιμο κάτι να γενεί.
     Για έμπνευση τί βγαίνει να μιλείς,
     ποτέ δε θα τη βρεις όσο διστάζεις.
     Άμα το θέλεις να ' σαι ποιητής,
     την ποίηση πρέπει να προστάζεις!
     Το ξέρεις εδώ τί θα χρειαστούμε,
     βαριά ποτά γυρεύουμε να πιούμε. 
     Έλα λοιπόν και φτιάσ' τα μου γοργά!
     Ό,τι δε γίνει σήμερα, αύριο είναι αργά,
     μέρα δεν πάει ούτε μια κανείς να χάσει.
     το δυνατό να γίνει θαρρετά
     απ' το σβέρκο η απόφαση ας το πιάσει,
     έτσι κατόπι δεν το παρατά
     και μπρος τραβά γιατί έχει βιάση.
     Στου τόπου μας, το ξέρεις, τις σκηνές
     ό,τι μπορεί καθένας δοκιμάζει,
     ώστε τώρα αν μου τρίψεις μη σε νοιάζει
     σκηνογραφίες και μηχανές.
     Φεγγάρι κι ήλιο εδώ μεταχειρίσου,
     ασώτεψε τ' αστέρια όσο μπορείς,
     βράχους, νερά φωτιά, στη διάθεσή σου
     και ζώα και πουλιά θα βρεις.
     Έτσι εδώ, στη στενή μας τη σκηνή, 
     την πλάση όλη δρασκέλα ομάδι,
     και πέρνα με σπουδή στοχαστική
     απ' ουρανό μέσα απ' τη γη στο Άδη!


Πρόλογος από το έργο Φάουστ του Γκαίτε
Με τα σοφά του καλλιτέχνη λόγια ξεκινώ, γιατί ταυτίζομαι. 
Γιατί ο διάλογος αυτός είναι το δίλημμα του κάθε καλλιτέχνη.